σκιραφεῖον

σκιραφεῖον
σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον
gambling-house
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”